Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Ο Δημήτρης Σπυρίδωνος γράφει για την "Εποχή των Τυφώνων" της Φερνάντα Μελτσόρ

 

Η Εποχή των Τυφώνων

της Φερνάντα Μελτσόρ

 

Στο οπισθόφυλλο προβάλλεται έξυπνα ότι το βιβλίο βρίθει με κάτι ανάλογο από «αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα» (παρομοίως είχαν εκφραστεί και ιστορικά πρόσωπα – μεγάλοι άνδρες, όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, Σάκης Ρουβάς κ.λπ.). Επίσης, έτερα σωματικά υγρά καθόλου δεν καταφρονούνται εντός του κειμένου. Κάτι τέτοια δρουν κάθε άλλο παρά αποτρεπτικά προς την εμπορική επιτυχία του βιβλίου, αντιθέτως προσελκύουν ανήσυχους αναγνώστες, ανήσυχα πνεύματα και όχι μόνο.

Πρώτα από όλα, στέλνουμε την εκτίμησή μας και συγχαίρουμε τη μεταφράστρια, Αγγελική Βασιλάκου, η οποία δόξη και τιμή ανέβηκε τον Γολγοθά των πελώριων περιόδων και παραγράφων του κειμένου, διατήρησε τον ρυθμό, την κελαρυστή προφορικότητα του γραπτού και αντιμετώπισε επαρκώς τις ευφάνταστες, σχεδόν μουσικές, Μεξικάνικες βωμολοχίες.

Η συγγραφέας, όπως προαναφέραμε, χρησιμοποιεί παράδοξα μεγάλες περιόδους και παραγράφους με εντυπωσιακή μαεστρία, μηδενικά συντακτικά χάσματα και αδιέξοδα, ενώ πετυχαίνει ένα ελκυστικότατο αποτέλεσμα βασισμένη πάνω από όλα σε έναν ρωμαλέο εσωτερικό ρυθμό, σα μουσική ρέοντος λόγου. Με χάρη δωρητή ή επίκτητη, θα ήθελα κι εγώ να γράφω έτσι, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Και τα απροκάλυπτα εγκώμιά μας ας μην εκληφθούν ως εκ προοιμίου θετική προκατάληψη…

Τηρουμένων των αναλογιών, η Φερνάντα Μ. θυμίζει αοιδό αρχαίου ελληνικού έπους. Η προφορική ποιητική παράδοση ήταν εδραιωμένη στους προκολομβιανούς πληθυσμούς του Μεξικού, κυρίως στους Αζτέκους και είχε ως έκφραση την ποιητική γλώσσα náhuatl, κυρίως προφορική, αλλά παράλληλα υπήρχε και χρήση εικονογραφημάτων, που βοηθούσαν την απομνημόνευση του κειμένου.

Επί του περιεχομένου, με εντυπωσίασε και με προβλημάτισε το αντίτιμο έκδοσης νεαρών κοριτσιών για μπύρα (και μάλιστα χλιαρή μπύρα, θυμίζοντάς μας το αμίμητο: «Ο Αστερίξ στους Βρετανούς»). Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπερκοστολόγησης - υποκοστολόγησης αγαθών, προϊόντων και υπηρεσιών που κατατρύχει από την απαρχή του τον καπιταλισμό και εν γένει την οικονομική θεωρία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε την πρόσθετη δυσκολία της αντιστοίχισης υπηρεσίας και προϊόντος και, ειδικά, την αναντιστοιχία υπηρεσίας και αμοιβής με ακραία υποτίμηση της υπηρεσίας. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε φτωχής ποιότητας υπηρεσίες και ως εκ τούτου μειωμένη ζήτηση, είτε σε εξαιρετικής ποιότητας μπύρα. Δεν παραβλέπω τα επιτεύγματα της Μεξικάνικης ζυθοποιίας, αλλά έχω την αίσθηση ότι η θλιβερή ισοτιμία οφείλεται στην πλημμυρίδα προσφοράς της υπηρεσίας, δεδομένης της ζήτησης. Είναι απογοητευτικό, αλλά παντού μπροστά μας οι καταραμένοι νόμοι της αγοράς.

Καθώς το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε έναν εκθαμβωτικό γλωσσικό χείμαρρο, η φ. M. ζωγραφίζει έναν συγκινητικό πορτραίτο ζωών που διέπονται από φτώχεια και βία, ρατσισμό και μισογυνισμό, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις.

Η περιγραφή είναι το απόλυτο γκροτέσκο. Δεν παραλείπεται τίποτα, καμία λεπτομέρεια ως ευκόλως εννοούμενη, καμία αίσθηση που αφορά αφή, γεύση,  ήχο, εικόνα και οσμή, (η τελευταία συνήθως δυσάρεστη, αν λάβουμε υπόψη το σχεδόν υποτροπικό κλίμα του Μεξικού και την εγγενή πλημμελή ατομική υγιεινή των μετεχόντων της ιστορίας). Εν τούτοις δεν ξεπέφτουμε σε πορνογραφία, αλλά ας έχουμε και υπόψη ότι πορνογραφία είναι ο ερωτισμός των άλλων.

Όλη η κακοδαιμονία και η νοσηρότητα που πλημυρίζει την αφηγημένη ιστορία, έχει ως κοινό τόπο τον συγκεκριμένο τόπο, τον βούρκο που λες και είναι αυτός που πνίγει στη μιζέρια τα υποκείμενα και επιβάλλει την παραβατική τους συμπεριφορά. Όμως ο κύριος ένοχος είναι το υπερτοπικό χαρακτηριστικό της εξαντλητικής φτώχειας, που ενίοτε χρησιμεύει πολύ βολικά και ως δικαιολογία.

Τα πρόσωπα της αφήγησης, μέλη μιας λούμπεν φτωχολογιάς, εμφανίζονται κατώτεροι ακόμη και του εαυτού τους. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, που περιλαμβάνει ασυγκράτητες ορμές, πρόωρη ενηλικίωση, ισχυρότατη ροπή προς φτωχής ποιότητας αλκοόλ και ναρκωτικά. Η χαρά του χίπη, δηλαδή, που τα έχει όλα: σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ (άντε λάτιν). Και το φτηνό, δηλητηριώδες αλκοόλ, όπως και τα ναρκωτικά δεν προάγουν έστω και σ' αυτό το επίπεδο «παράξενες σκέψεις, φανταστικές ονειροπολήσεις και εξαίσια πάθη», παρά μόνο αποχαύνωση, κακία και ποταπά, εγκληματικά και καταστροφικά πάθη, στα άκρα του δίπολου ηδονής – οδύνης.

Υπάρχουν βεβαίως και υπερβολές, ίσως και ποιητική αδεία. Πολύ δυστυχία έχει πέσει στη Νόρμα. Ούτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα να ήταν. Οποία κακοτυχία, να βρίσκεσαι στο Μεξικό και να κρυώνεις. Οφείλουμε, πάντως, να ομολογήσουμε ότι η Νόρμα βρήκε αποτελεσματικότερες μεθόδους θέρμανσης από ό,τι το κοριτσάκι με τα σπίρτα.

Υπό την αίρεση των λεγομένων της Julia Kristeva ότι «η γλώσσα συγκροτείται ως συμβολική λειτουργία σε βάρος των απωθημένων ορμών, των ενστίκτων και της σχέσης με τη μητέρα», η επί του προκειμένου άμεση - σκληρή γλώσσα, η αισχρολογία και η βωμολοχία, όσο κι αν είναι απωθητική, ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη ότι ο χρήστης της μιλάει με ειλικρίνεια. Βέβαια αυτό εξαρτάται από το πρόσωπο και την περίσταση και συχνά συνδέεται με θυμό και κοροϊδευτική διάθεση. Όταν γίνεται όμως αυθόρμητα, θεωρείται ότι εκφράζει μια γνήσια ψυχολογική αντίδραση και ίσως σχετίζεται με λιγότερα ψέματα, μικρότερη εξαπάτηση σε ατομικό επίπεδο.

Ψυχολογικά σύνδρομα εμφανίζονται ευδιάκριτα στην αφήγηση, Οιδιπόδειο σύνδρομο, σύνδρομο της Ηλέκτρας κ.λπ. Σχεδόν παντού, λείπει ο πατέρας ή η πατρική φιγούρα, επομένως λείπει η Λακανική Συμβολική Τάξη, ο Νόμος. Τότε τα ένστικτα υπερισχύουν των συμπλεγμάτων, η επιθετικότητα και η σεξουαλικότητα εξαπολύονται κυριολεκτικά, ίσως και λόγω έλλειψης προσφυγής στην πατρική λειτουργία. Και είναι «χωρίς λόγο», «χωρίς αιτία», δεν έχουν σημείο αναφοράς. Απλώς, έχουμε ένα σώμα που δρα, για να γίνει το αντικείμενο της επικλητικής ενόρμησης κάποιου άλλου. Έτσι, σε μια διαλεκτική σχέση ποιότητας και ποσότητας, η τάση του υποκειμένου να ζητάει περισσότερη ηδονή από όση αντέχει, να ακυρώνει τις συμβολικές απαγορεύσεις και τον νόμο, με αυτή την ένταση που υπερβαίνει την έλλογη τάξη, είναι τελικά η ενόρμηση του θανάτου και μάλιστα κάπου, όπου η ανθρώπινη ζωή εκτιμάται όσο ένα σκουπίδι.

 Η μητέρα εμφανίζεται ως η απόλυτη ετερότητα (m)other. Σχετίζεται με το «άλλο» ως σώμα, ασυνείδητο και θήλυ. Παρουσιάζεται ως αδιάφορη, άστοργη, καταπιεστική, αλλά και απόλυτο θύμα ταυτόχρονα.

Σε έναν τόπο όπου κόλαση είναι οι άλλοι, αλλά και ο ίδιος ο αλλοτριωμένος εαυτός, δεν υπάρχουν αυθόρμητα και ανιδιοτελή αισθήματα. Εξαίρεση αποτελεί ίσως ο Λουίσμι, ο οποίος αγαπάει τη Νόρμα με την ολοκληρωτική παράδοση ενός παιδιού. Του παιδιού που είναι, παρά την αβάσταχτη βαρύτητα της συσσωρευμένης εμπειρίας. Ακόμη και η λεχώνα στη μαιευτική κλινική που νοσηλεύεται και η Νόρμα, δεν εκφράζει γνήσια συναισθήματα για το μωρό της, αλλά το θεωρεί μέσο για να κρατήσει το σύζυγο κοντά της.

Αν αναζητήσει κανείς φωτογραφία της συγγραφέως, θα δει ότι ταιριάζει πολύ με την περιγραφή της Γεσένια, η οποία ενδεχομένως αποτελεί το οπτικό της Άλτερ Έγκο. Δεν ξέρουμε πόσα συμπλέγματα ξορκίζει και η ίδια, διότι ας μην ξεχνάμε πως η δημιουργία λογοτεχνίας, όπως και κάθε μετουσιωτική λειτουργία, δομούνται σε σχέση με την απόκλιση από τη σεξουαλικότητα. Και βέβαια δε θα θεωρητικολογήσουμε για τους αυτονομημένους ή μη ήρωες της ιστορίας, που ζουν τη ζωή που δεν έζησε η δημιουργός τους, ως το ομιλ-όν της ψυχανάλυσης. Αλλά είθισται στην Τέχνη, ο δημιουργός να αντανακλά στα δημιουργήματά του τις απενοχοποιημένες του ορμές. Έτσι και η λογοτεχνία, δε μας μιλά μόνο για τους άλλους, αλλά και για το άλλο μέσα μας.

Απόλαυσα αυτόν τον αντικατοπτρισμό των διαφορετικών οπτικών, αναλόγως ποιος από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αφηγείται,  σχεδόν αποκλειστικά σε τρίτο πρόσωπο. Από την πλευρά τους όλοι έχουν κάποιο δίκιο. Φτάνουμε να αναθεωρήσουμε τις αρχικές μας απόψεις κυρίως για τον Λουίσμι και τη Νόρμα. Εξαιρείται ο Μπράντο, ο οποίος είναι μάλλον ο «εκών κακός» του έργου.  Ανίκανος να εκφράσει και να εκτονώσει (ευτυχώς μάλλον) τους ασυνείδητους πόθους του, αποζητώντας την αποδοχή της εγκληματικής παρέας του και εγκλωβισμένος στην κοινή αντικουλτούρα, σημειώνει την εμπειρία της ετερότητας του υποκειμένου σε σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους, την πάλη του ανάμεσα στην ανάγκη του για ομοιότητα και την επιθυμία του για διαφορά. Ένα τέτοιο άτομο θα μπορούσε να διαπράξει ένα έγκλημα, ώστε να μπορέσει να βρει μια «δικαιολογία» για το αστείρευτο ενεργειακό δυναμικό της ασυνείδητης ενοχής που το πλημμυρίζει ακόμη και στις χειμαρρώδεις στιγμές του έρωτα.

Στο βιβλίο δεν προβάλλονται ποικιλίες του κάλλους της χώρας, αλλά απεικονίζεται ένα τρομερό πορτραίτο του Μεξικού και των δαιμόνων του, και πολύ φοβάμαι ότι η εικόνα παρακμής που συντρίβει τους πάντες δεν είναι επινοημένη. Είναι δε, γραμμένο με έναν κολασμένο λυρισμό που συγκινεί όσο και συναρπάζει. Το κείμενο είναι μεν σκληρό, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται και από ποιητική αναισθησία. Και αν η ποίηση είναι χορός και η πρόζα πεζοπορία, τότε το παρόν αφήγημα είναι βάδην (στο βούρκο) αλλά με τον ρυθμικό τροχασμό της αντιλόπης.

Εν κατακλείδι, «Ο Καιρός των Τυφώνων», είναι ένα πρωτότυπο (δεν αναγνωρίσαμε καν στοιχεία διακειμενικότητας) όσο και απολαυστικό ανάγνωσμα, όχι τόσο για το τι λέει, αλλά για το πώς το λέει. Ένα τραγούδι με σημασία στο ηχόχρωμα της φωνής και όχι στον στίχο. Καμιά φορά, η καλή λογοτεχνία γράφεται από εκείνους που δεν έχουν αξιώσεις λογοτεχνικές.

Συγχαρητήρια (βίβα) Φερνάντα! Κερνάμε μεξικάνικη μπύρα (δροσερή)…