Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Κόρες Lucy Fricke

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Lucy Fricke, KΟΡΕΣ 

Ένα ανάγνωσμα ευπώλητο στη χώρα της γλωσσικής του προέλευσης, τη Γερμανία, το οποίο ευτύχησε να γίνει και ταινία. Το θέμα και η εξέλιξη της μυθοπλασίας δεν είναι ακριβώς ο ορισμός του στερεότυπου, αλλά μια αφήγηση που προβάλλει τα αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας δεν τη λες και πρωτότυπη. Το κείμενο ξεχειλίζει από αυτολύπηση , αυτοσαρκασμό, αλλά και από ένα αδιόρατο χιούμορ. (Έχουν οι Γερμανοί χιούμορ; Εδώ το έχουν χάσει οι Βρετανοί…).  

Η αφηγήτρια (alter ego της συγγραφέως, συγγραφέας κι αυτή), εμφανίζεται ως ένα δυστυχές (χωρίς αιτία) άτομο, καταναλωτικό (καταναλώνει καφέ, αλκοόλ, τσιγάρα και χάπια), εν τέλει καταναλώσιμο. Τα πάντα ρέουν με την παραδοχή ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα άσκοπο και ενοχλητικό επεισόδιο, που διακόπτει τη γαλήνια ροή της ανυπαρξίας. Και αυτό εκ πρώτης όψεως είναι παράδοξο για την πρωταγωνίστρια, αφού λόγω επαγγέλματος θα μπορούσε να απολαύσει το μέγιστο αγαθό: την ελευθερία. Όμως η αρχόντισσα της σχόλης, εξαιτίας αυτής της αδέσμευτης ελευθερίας, βρίσκεται φάτσα με το εγώ της, τους δαίμονες που κουβαλάει από την παιδική ηλικία, την υπερευαισθησία - υπεραισθησία της· και όλα αυτά ισοδυναμούν με έναν αποχυμωτή των αισθημάτων – το λογισμικό της κατάθλιψης.

Τελικά, αυτή η αρχικά αδιάφορη πεζοπορία μεταφοράς του δυσβάσταχτου φορτίου του «να είσαι», της ηρωίδας, βρίσκει κάποιο αχνό σκοπό ακολουθώντας τον δρόμο του μετέωρου χρόνου σε ένα ανώνυμο ελληνικό νησί, όπου αναζητεί τον υπερυψωμένο στη μνήμη και τη φαντασία πατριό της.

Εκεί, στο νησί, πώς θα επιβίωνε με τα οικονομικά της σε οριακή κατάσταση; Όμως, ο Θεός, που φροντίζει και τα πετεινά του ουρανού, μερίμνησε και για το απολωλός πρόβατο, την πεπλανημένη και δύσθυμη Γερμανίδα συγγραφέα, εξασφαλίζοντάς της κατοικία, ποτά, τσιγάρα και για τα ξενύχτια της, έναν Γιάννη (έστω με πλημμελή οδοντοστοιχία) που θα “υπερασπίζεται την έξαψή” της.

Επίσης, η τρυφερή φιλία και η σχέση εμπιστοσύνης Μάρθας και Μπέτυ ίσως είναι το μόνο που μετριάζει κάπως τον σαρκασμό και τον κυνισμό με τον οποίο βλέπουν και οι δύο τον κόσμο.

  Το κείμενο βρίθει από ευδιάκριτα ψυχαναλυτικά σήματα και σημεία. Για λόγους αρχής θα αποφύγουμε να αναλύσουμε την αρχετυπική εικόνα του γαϊδάρου με τον οποίο περιπλανήθηκε στο νησί η Μπέτυ. Για την τελευταία, το έλλειμμα του αντρικού προτύπου - πατέρα, της Συμβολικής Τάξης κατά Λακάν, κεφαλαιοποιείται σε ένα ξεκάθαρο και εξόφθαλμο Σύνδρομο της Ηλέκτρας, (αντίστοιχο του Οιδιπόδειου), το οποίο καταλήγει στην ακραία πράξη τής παρ’ ολίγον πατροκτονίας.  Αναγνωρίζουμε, αν όχι ψύχωση, τουλάχιστον νεύρωση με αιτία την απουσία του ρυθμιστικού σημαίνοντος: του ονόματος του πατέρα. Εδώ, αυτό φαίνεται μάλλον υπερβολικό, διότι το σύνδρομο πυροδοτείται από την προσωρινή συνύπαρξη με θετό πατέρα. Μάλιστα, διακρίνουμε στη συνύπαρξη αυτή ανοικονόμητες παρορμήσεις, αν όχι απωθημένη διέγερση σε ένα από τα διεστώτα μέρη, τη θετή κόρη. Αυτές οι απωθημένες  ενορμήσεις  ενδεχομένως είναι η εξήγηση για το γεγονός ότι η ζωή της Μπέτυ διέπεται από το  μοτίβο της ασυνείδητης τιμωρίας – αυτοτιμωρίας.

Καταληκτικά, το κείμενο δεν ανήκει στην κατηγορία της μεγάλης λογοτεχνίας, παρά ταύτα υπάρχουν καλές στιγμές και παρά τη διάχυτη δυσθυμία, διαβάζεται ευχάριστα. Άλλωστε, αν είναι όλα τόσο θλιβερά, γιατί είναι όλα τόσο όμορφα;