Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Η επόμενη συνάντηση

 Η επόμενη συνάντηση  θα γίνει την Κυριακή 26 Μαΐου 2024 στις 19.00 στο Habit cafe  (Ν. Ζέρβα 10). Διαβάζουμε το βιβλίο Η Τριλογία της Κοπεγχάγης της Τόβε Ντιτλέουσεν. 








































Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Νυχτοπερπατήματα, Λέιλα Μότλι

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Νυχτοπερπατήματα

της Λέιλα Μότλι

Πρόκειται για ένα αφήγημα γεμάτο ιδρώτα, πόνο, απελπισία, λάθη, λάθος επιλογές και ευαισθησία. Είναι μια ελεεινολογία, που όμως αφήνει χώρο στην ελπίδα που προέρχεται από ανθρώπινη καλοσύνη και αφοσίωση. Είναι, επίσης, μια παρωδία του λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου», που εδώ έχει λάβει τον χαρακτήρα της προσωρινής επιβίωσης και μόνο.

Γενικώς, η μυθοπλασία χρειάζεται τόσο την τάξη όσο και το χάος. Η Μότλι χειρίζεται το χάος εντός και εκτός της ηρωίδας Κιάρα με μια ήσυχη, ψύχραιμη κομψότητα, με  αμερόληπτο τρόπο και καυστική ειλικρίνεια. Η εξίσου απλοϊκή όσο και πολύπλοκη ψυχολογία της Κιάρα ξεδιπλώνεται επιδέξια. Η νεαρή πρωταγωνίστρια της αφήγησης ζει στη διασταύρωση του ρατσισμού, της φτώχειας και του μισογυνισμού, ενώ χαρακτηρίζεται από ακατέργαστη ζωική δύναμη. Είναι επίσης γενναία, ανθεκτική, και ευαίσθητη παρά τις κακουχίες της. Διαθέτει ισχυρό «μητρικό» ένστικτο, ώστε να προστατεύσει τον Μάρκους και τον Τρέβορ με κάθε κόστος. Είχε ανάγκη να λάβει και να δώσει στοργή, ήθελε τρυφερότητα, απαλότητα, και είναι απολύτως φυσικό  - φυσιολογικό να αποζητεί και να προτιμά τη γυναικεία απαλότητα. Όμως η Εδέμ (πλην φευγαλέων συγκινήσεων) είναι πάντα για αργότερα, ενώ η κόλαση βιώνεται άμεσα στο παρόν.

Η γραφή είναι ενδιαφέρουσα και πλούσια. Οι ρυθμοί του λόγου αποτυπώνονται ευκρινώς, ενώ δεν υπάρχει κάποια πρόταση στο μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι είναι υποτυπωδώς γραμμένη. Παρά ταύτα, σε κάποιες παραγράφους οι αλληλεπικαλυπτόμενες μεταφορές συσσωρεύονται και αναμειγνύονται αμήχανα. Στην ουσία όμως, απεικονίζεται έντεχνα και αδρά ένα πανοραμικό πορτρέτο των συστημάτων που καταλήγουν να κάνουν ζωές σαν της Κιάρα αναλώσιμες και ώριμες για εκμετάλλευση. Μια  ολόκληρη κοινωνική ομάδα αποτελεί μόνιμο θύμα προκαταλήψεων, υφίσταται διακρίσεις, πιο πολύ λόγω τάξης και φύλου παρά φυλής. Για κάθε μέλος αυτής της ομάδας καταφρονημένων ανθρώπων, η πορεία προς το ζοφερό μέλλον μοιάζει ασταμάτητη και ίσως βολικά αναπόδραστη. Θα μπορούσαμε, επίσης, να διακρίνουμε μια αμυδρή τάση εύκολης θυματοποίησης. Ενώ θα προτιμούσαμε ένα χάπυ – εντ, στο κείμενο αφήνεται να εννοηθεί, ότι η Κιάρα μάλλον στους δρόμους θα γύριζε πάλι. Porca miseria!

Εν κατακλείδι: δεν πρόκειται για μεγάλη λογοτεχνία, όμως ο χρόνος για τη νεαρή συγγραφέα είναι μπροστά και η αρχή αρκούντως ελπιδοφόρα.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Poor Things

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Όπως έχει ειπωθεί, “ποτέ μη κρίνεις ένα βιβλίο από την ταινία του”. Γι’ αυτό κι εγώ πρόλαβα και διάβασα το βιβλίο πριν να δω την ταινία. Και έπραξα καλώς, γιατί το βιβλίο ήταν απολαυστικό τόσο για τη διάρθρωσή του, τη ρέουσα γραφή, για τα ψήγματα Βρετανικού Φλέγματος  όσο και για το διάχυτο, περίτεχνο, αλλά και αδιόρατο χιούμορ.

Εκ πρώτης όψεως το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιστορικό: δηλαδή, οι διαδικασίες των νοσοκομείων, της Σκωτίας (αλλά και της Ευρώπης), των οίκων ανοχής και των δικαστηρίων της δεκαετίας του 1880 αναδημιουργούνται αυθεντικά ως φόντο για γεγονότα που δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Είναι, επίσης, ένα βαθύ ψυχογράφημα, ένα πολιτικό κείμενο ίδιον της προοδευτικής παράδοσης της Σκωτίας, αλλά παράλληλα και ένα μίγμα σκωτσέζικης μελαγχολίας, χιουμοριστικού μελοδράματος,  ιατρικής επιστημονικής φαντασίας και πάνω από όλα, σχολαστικής παρωδίας της Βικτωριανής εποχής.

Το κείμενο εμπλουτίζεται με οπτικά τρικ, δηλαδή γκροτέσκες γκραβούρες ως παρωδία αντίστοιχων Εδουαρδιανής τεχνοτροπίας, οι οποίες ανήκαν στο συρμό της εποχής, ενώ διανθίζεται με παράθεση επιστολών της "ερωτομανούς" Μπέλλα και του εξαντλημένου αποπλανητή της.

Οι χαρακτήρες, οι οποίοι αρχικά εμφανίζονται μονοδιάστατοι, εν τέλει αποδεικνύονται βαθείς και πολύπλοκοι. Η ηρωίδα εμφανίζεται αρχικά να ρέπει με αθωότητα προς αχαλίνωτες σαρκικές απολαύσεις, να είναι γεμάτη ενσυναίσθηση, ευαισθησία, καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Σε μια αριστοτεχνική μετάβαση της προοπτικής η Μπέλλα Μπάξτερ ή Βικτώρια ΜακΚέρι, όπως έχει αναδιατυπώσει τον εαυτό της, είναι πρωτοπόρος στην άσκηση της ιατρικής για την εποχή της, πολιτικά συνειδητοποιημένη και αυθεντικά χειραφετημένη, αντικρούει το μεγαλύτερο μέρος της εντυπωσιακής αφήγησης του (θηρευτή ή θήραμα) συζύγου της για την αναγέννησή της, ενώ αυτό που ουσιαστικά την απωθεί είναι το ύφος αυτής της αφήγησης. Η ίδια είναι απολύτως άνετη στην απεριόριστη έκφραση της σεξουαλικότητάς της, χωρίς την ανασφάλεια και τη ντροπή να την υπονομεύουν. Υπάρχει επίσης η διαπίστωση, ότι οι άνδρες στην ιστορία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτό το γεγονός, μάλλον ανεπιτυχώς. Με αυτόν τον τρόπο, η αφήγηση έχει έναν ορισμένο ανάλαφρο ηδονοβλεπτικό αέρα, ο οποίος, δια της λογοτεχνικής χάριτος, και λίγο πιο έντονος να ήταν, ποσώς θα μας χάλαγε.

Το Χαμένα Κορμιά (Poor Things) είναι ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το πώς επιλέγει ο παντοδύναμος αναγνώστης να το διαβάσει. Είμαι περίεργος να δω πώς η ταινία προσαρμόζει την αφήγηση. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να το διαβάσετε.

Κλείνοντας, επικροτούμε χαιρέκακα το όραμα – προφητεία του συγγραφέα (στο χαρακτηριστικό ύφος του): «Η Βρετανική Αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ραγδαία, αλλά σε άλλους δύο ή τρεις αιώνες οι ημίγυμνοι απόγονοι του Ντισραέλι και του Γκλάντστοουν μπορεί να βουτούν από μια σπασμένη προβλήτα της Γέφυρας του Λονδίνου, μαζεύοντας νομίσματα που πέταξαν στον Τάμεση Θιβετιανοί τουρίστες για να διασκεδάσουν».       


Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

2024

 Από την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας της Λέσχης μας. Αθηνά καλή Χρονιά με υγεία. Να είσαι πάντα τυχερή!



Αγριότοπος

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Αγριότοπος

του Robert Penn Warren

Η θεματολογία του βιβλίου και ο χωροχρόνος, στον οποίο διαδραματίζεται η αφήγηση, δεν ανήκει στα κύρια ενδιαφέροντά μου. Το διάβασα επειδή είχα ήδη διαβάσει το αριστουργηματικό “Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά” του ιδίου συγγραφέα και περίμενα κάτι σχεδόν ανάλογο. Καμία σχέση. Όχι ότι το ύφος ενός μεγάλου συγγραφέα δεν αναγνωρίζεται, αλλά το εγχείρημα είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά. Βρισκόμαστε σε μια συνεχή ομφαλοσκόπηση του ήρωα αφηγητή, τόσο εξαντλητική και τόσο υπερβολικά και μπερδεμένα συναισθηματική, που καταντάει κουραστική.

Υπάρχουν μακροσκελείς περιγραφές για τα πάντα, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα και άσχετα με το θέμα, ενώ για να γεμίσουν 304 σελίδες, το βιβλίο κατακλύζεται από “χειμάρρους βερμπαλισμού” (όπως θα έγραφαν ως παρατήρηση στις εκθέσεις μας το πάλαι ποτέ). Αν έλειπαν 120 έως 180 σελίδες από το τελικό κείμενο (ο μάγος Μπόρχες θα το είχε συμπυκνώσει σε διήγημα), τότε η κριτική μου θα ήταν λίαν επιεικέστερη

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Δικαιοσύνη του Φ. Ντύρενματ

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Δικαιοσύνη

του Φρήντριχ Ντύρενματ

Κατ’ αρχάς, θέλω να δώσω συγχαρητήρια στον εκδοτικό οίκο για την εκτύπωση. Επιτέλους, όσον αφορά την εμφάνιση της σελίδας,  το εσωτερικό περιθώριο (το οποίο είναι μεγαλύτερο από το εξωτερικό), δε σε αναγκάζει να “ξεκοιλιάσεις” το βιβλίο για να διαβάσεις τις ζυγές σελίδες . Επίσης, εκτιμούμε ότι οι υποσημειώσεις βρίσκονται στο τέλος της σελίδας και όχι στο τέλος του βιβλίου.

Πάμε στο κείμενο τώρα: αυτό, ακόμη και σε μετάφραση έχει ρυθμό, έναν γλυκό, χωρίς ασυνέχειες και διακοπές, υπνωτιστικό ρυθμό που σε απομονώνει ευχάριστα “από την αδυσώπητη επίγνωση του πραγματικού” (sic).

Ο συγγραφέας ανήκει σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το πνεύμα, το φλέγμα και το έξυπνο λογοπαίγνιο. Είναι με την καλή έννοια, ένας “λογάς” και όχι μόνο, ένας “αλαζόνας” συγγραφέας αλλά και ένας ταπεινός γραφιάς όπου δεν έχει και τόσο σημασία τι θέλει να πει, αλλά πώς το λέει.  Κρίμα, λοιπόν, που δεν κατέχω τη Γερμανική (μιλώ Ελληνικά, Aγγλικά και Κλίγκον), ώστε διαβάζοντας στο πρωτότυπο να εκτιμήσω το παιγνιώδες ύφος και το αστραφτερό χιούμορ των λογοπαιγνίων. Δεν υπονοούμε τίποτα αρνητικό για την ποιότητα της μετάφρασης και την αναγνωστική ανταπόκριση του Άγγελου Παρθένη κατά την ανακωδίκευσή του κειμένου σε άλλη γλώσσα. Το ίδιο το έργο σε νανουρίζει με τη μη γραμμική μυθοπλασία και σε αναγκάζει σε άκρα ενσυναίσθηση προς τον επιρρεπή σε έξεις και (χαλαρά) ήθη (αντι)ήρωα - αφηγητή. Ο τελευταίος είναι φαινομενικά κυνικός, αλλά αποδεικνύεται απρόσμενα ρομαντικός και ανέλπιστα εμμονικός με την έννοια της δικαιοσύνης. Είναι ένας πραγματικός Δον Κιχώτης χωρίς καν πανοπλία και άλογο. Η για λίγο κατοχή μιας Πόρσε και φυσικά, ενός Φολκς Βάγκεν της δεκαετίας του 50, δεν προσεγγίζουν καν το επίπεδο ενός Ροσινάντε. Μετά το θράσος και την αναίδεια που επέδειξε ο πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας, με το να διακατέχεται από αίσθημα πραγματικής δικαιοσύνης, συντρίβεται, γελοιοποιείται και ταπεινώνεται.  Αυτά, σε συνδυασμό με μια ερωτική απογοήτευση, τον οδηγούν ευλόγως στο να αυτοκτονεί συστηματικά με αλκοόλ και να αναζητεί παρηγοριά και στοργή σε  αγκαλιές σπαρακτικά εφήμερες.

Ο έτερος υδραργυρικός ήρωας του μυθιστορήματος Ίζαακ Κόλερ κάθε άλλο παρά είναι θύμα περιστάσεων. Ο επίθετος ρόλος του και τα πολυώνυμα προσωπεία του δεν συνάδουν με το κοινωνικό ταξικό ήθος, την έξη - habitus ως μηχανισμού γένεσης συμπεριφορών, στάσεων και πρακτικών. Καθορίζει το δικό του μέλλον, αλλά και την προβλέψιμη  μοίρα των θεωρούμενων ως ανταγωνιστών του, χωρίς θυμό και ταραχή, με χάρη και αριστοτεχνικές σπόντες ακριβείας σαν σε ένα παιχνίδι μπιλιάρδου, χλευάζοντας απόλυτα τη Δικαιοσύνη, η οποία παρακολουθεί ωχρή και ανήμπορη και συνάμα εφησυχασμένη στη μακαριότητα των κεκτημένων τύπων και  αναχρονισμών της.

Είδα και την ταινία που βασίζεται στο βιβλίο. Δυστυχώς η ταινία ήταν στα Γερμανικά με γερμανικούς υπότιτλους. Ουσιαστικά, λοιπόν, έμεινα μόνο στις εικόνες για να πάρω έστω μια γεύση της «αστραπιαίας αιωνιότητας» της κινηματογραφικής αφήγησης.  Εκεί ο σκηνοθέτης υπονόησε εμμέσως πλην σαφώς και αιμομικτική σχέση του επίτιμου δόκτορα Ίζαακ Κόλερ με την κόρη του Έλεν, κάτι που στο βιβλίο δεν εμφανίζεται ούτε καν ως νύξη.

Αγοράστε το αξιοδιάβαστο βιβλίο και, οι γερμανομαθείς, ας δούνε και την ταινία (έστω και μόνο για τον εκπληκτικό Maximilian Schell) και όπως λένε, “μην κρίνετε ένα βιβλίο από την ταινία του”.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Κόρες Lucy Fricke

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

Lucy Fricke, KΟΡΕΣ 

Ένα ανάγνωσμα ευπώλητο στη χώρα της γλωσσικής του προέλευσης, τη Γερμανία, το οποίο ευτύχησε να γίνει και ταινία. Το θέμα και η εξέλιξη της μυθοπλασίας δεν είναι ακριβώς ο ορισμός του στερεότυπου, αλλά μια αφήγηση που προβάλλει τα αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας δεν τη λες και πρωτότυπη. Το κείμενο ξεχειλίζει από αυτολύπηση , αυτοσαρκασμό, αλλά και από ένα αδιόρατο χιούμορ. (Έχουν οι Γερμανοί χιούμορ; Εδώ το έχουν χάσει οι Βρετανοί…).  

Η αφηγήτρια (alter ego της συγγραφέως, συγγραφέας κι αυτή), εμφανίζεται ως ένα δυστυχές (χωρίς αιτία) άτομο, καταναλωτικό (καταναλώνει καφέ, αλκοόλ, τσιγάρα και χάπια), εν τέλει καταναλώσιμο. Τα πάντα ρέουν με την παραδοχή ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα άσκοπο και ενοχλητικό επεισόδιο, που διακόπτει τη γαλήνια ροή της ανυπαρξίας. Και αυτό εκ πρώτης όψεως είναι παράδοξο για την πρωταγωνίστρια, αφού λόγω επαγγέλματος θα μπορούσε να απολαύσει το μέγιστο αγαθό: την ελευθερία. Όμως η αρχόντισσα της σχόλης, εξαιτίας αυτής της αδέσμευτης ελευθερίας, βρίσκεται φάτσα με το εγώ της, τους δαίμονες που κουβαλάει από την παιδική ηλικία, την υπερευαισθησία - υπεραισθησία της· και όλα αυτά ισοδυναμούν με έναν αποχυμωτή των αισθημάτων – το λογισμικό της κατάθλιψης.

Τελικά, αυτή η αρχικά αδιάφορη πεζοπορία μεταφοράς του δυσβάσταχτου φορτίου του «να είσαι», της ηρωίδας, βρίσκει κάποιο αχνό σκοπό ακολουθώντας τον δρόμο του μετέωρου χρόνου σε ένα ανώνυμο ελληνικό νησί, όπου αναζητεί τον υπερυψωμένο στη μνήμη και τη φαντασία πατριό της.

Εκεί, στο νησί, πώς θα επιβίωνε με τα οικονομικά της σε οριακή κατάσταση; Όμως, ο Θεός, που φροντίζει και τα πετεινά του ουρανού, μερίμνησε και για το απολωλός πρόβατο, την πεπλανημένη και δύσθυμη Γερμανίδα συγγραφέα, εξασφαλίζοντάς της κατοικία, ποτά, τσιγάρα και για τα ξενύχτια της, έναν Γιάννη (έστω με πλημμελή οδοντοστοιχία) που θα “υπερασπίζεται την έξαψή” της.

Επίσης, η τρυφερή φιλία και η σχέση εμπιστοσύνης Μάρθας και Μπέτυ ίσως είναι το μόνο που μετριάζει κάπως τον σαρκασμό και τον κυνισμό με τον οποίο βλέπουν και οι δύο τον κόσμο.

  Το κείμενο βρίθει από ευδιάκριτα ψυχαναλυτικά σήματα και σημεία. Για λόγους αρχής θα αποφύγουμε να αναλύσουμε την αρχετυπική εικόνα του γαϊδάρου με τον οποίο περιπλανήθηκε στο νησί η Μπέτυ. Για την τελευταία, το έλλειμμα του αντρικού προτύπου - πατέρα, της Συμβολικής Τάξης κατά Λακάν, κεφαλαιοποιείται σε ένα ξεκάθαρο και εξόφθαλμο Σύνδρομο της Ηλέκτρας, (αντίστοιχο του Οιδιπόδειου), το οποίο καταλήγει στην ακραία πράξη τής παρ’ ολίγον πατροκτονίας.  Αναγνωρίζουμε, αν όχι ψύχωση, τουλάχιστον νεύρωση με αιτία την απουσία του ρυθμιστικού σημαίνοντος: του ονόματος του πατέρα. Εδώ, αυτό φαίνεται μάλλον υπερβολικό, διότι το σύνδρομο πυροδοτείται από την προσωρινή συνύπαρξη με θετό πατέρα. Μάλιστα, διακρίνουμε στη συνύπαρξη αυτή ανοικονόμητες παρορμήσεις, αν όχι απωθημένη διέγερση σε ένα από τα διεστώτα μέρη, τη θετή κόρη. Αυτές οι απωθημένες  ενορμήσεις  ενδεχομένως είναι η εξήγηση για το γεγονός ότι η ζωή της Μπέτυ διέπεται από το  μοτίβο της ασυνείδητης τιμωρίας – αυτοτιμωρίας.

Καταληκτικά, το κείμενο δεν ανήκει στην κατηγορία της μεγάλης λογοτεχνίας, παρά ταύτα υπάρχουν καλές στιγμές και παρά τη διάχυτη δυσθυμία, διαβάζεται ευχάριστα. Άλλωστε, αν είναι όλα τόσο θλιβερά, γιατί είναι όλα τόσο όμορφα;


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Ελίζαμπεθ Φιντς του Julian Barnes

 Γράφει ο Δημήτρης Σπυρίδωνος

ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΦΙΝΤΣ του JULIAN BARNES

Μου αρέσει αυτός ο τύπος (ο Τζούλιαν Μπαρνς). Είναι λογάς. Μπορεί να μη λέει τίποτα, όμως οι άλλοι λένε ακόμη λιγότερα. Μπορεί να μη λέει τίποτα, αλλά τα λέει ωραία. Αυτός ο συγγραφέας αγαπάει τα επίθετα, παρά ταύτα τηρεί τον κανόνα να μη βάζει παραπάνω από τρία στη σειρά. Λατρεύει και τα συνώνυμα. Tον φαντάζομαι να γράφει έχοντας δίπλα το λεξικό συνωνύμων Merriam-Webster και φαντάζομαι, αντιστοίχως, τη δύστυχη μεταφράστρια να προσπαθεί να διευθετήσει τις λεπτές αλλαγές στο ίδιο νόημα και να αποδώσει συμφορήματα εύηχων λέξεων.

Στο παρόν έργο παρατίθενται (μερικές φορές σε μορφή δοκιμίου) σκόρπιες απόψεις, σοφίσματα,  ιδεολογικά συμφραζόμενα και επιδέξιοι προσωπικοί σχολιασμοί, χωρίς όμως αυτό να αγγίζει το όριο της επίδειξης. Ο Μπαρνς επαναλαμβάνει στερεότυπες γενικεύσεις με τον πιο πρωτότυπο τρόπο. Ουδεμία σχέση, πάντως, με τον αμπελοφιλόσοφο των αμπελοφιλοσόφων, Paulo Coelho.

Με λογιοσύνη, λογοτεχνικότητα και αδιόρατο χιούμορ (άλλοτε ίδιον των λεπτοφυών κατοίκων της γηραιάς Αλβιώνας), o JB άλλοτε είναι ζωηρός, πνευματώδης, φλεγματικός και ενίοτε βαρετούλης, παρά ταύτα ευχάριστα βαρετούλης χωρίς να γίνεται ανιαρός. Μας εξασφαλίζει μερικές νοηματικές και λεκτικές εξάρσεις σα μακρινές αστραπές σε ανέφελο ουρανό, δεν καταφέρνει όμως «να σκάνε άστρα στο κεφάλι σου». Γενικώς έχουμε ένα έργο χαλαρά δομημένο, χωρίς ουσιαστική πλοκή και μου θύμισε το παρόμοιας υφής Άνδρας με Κόκκινο Μανδύα (στο τελευταίο υπήρχε, τουλάχιστον, σεξ και αψέντι). Πολλά σχόλια, λοιπόν, όχι πολλή αφηγηματικότητα, λίγη πλοκή.

Το πόνημα δομείται σε τρία μέρη, όπου κάθε νέα ενότητα πρέπει να αντισταθμίζει τις ελλείψεις της προηγούμενης. Στο πρώτο τμήμα, ως επίδοξος αγιογράφος, ο Μπαρνς μας συστήνει τη χαρισματική Ελίζαμπεθ Φιντς. Η τελευταία κάθε άλλο παρά ρέπει προς εξωτερικές διαχύσεις και χοντροκομμένες απολαύσεις, είναι δεσμώτης της μοναχικής εμπειρίας, ποτέ δε χειραφετείται από το έλλογο καθεστώς, έστω από και φιλική δοτικότητα. Τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνει ο αφηγηματικός ήρωας, Νιλ.

Οι περιστασιακές συναντήσεις Ε.Φ. και Νιλ, μόνο ως απομιμήσεις παθών μπορούν να εκληφθούν. Και οι δύο αρκούνται στη μοναξιά και την ημι-αυτονομία της, κλείνοντας την πόρτα στη ματαιότητα των αυθεντικών παθών. Όμως για να (αυτο)εκπληρωθούν (οι ήρωες)… πρέπει να ζήσουν ή να επινοήσουν τον έρωτα. Έναν έρωτα που δεν τόλμησε να επινοήσει (παρά μόνο να υπονοήσει) ο συγγραφέας - δημιουργός. Επομένως, «όπως ήταν αναμενόμενο, η Ε.Φ. υπέφερε από ημικρανίες».

Ο Μπαρνς αυτοϋπονομεύεται, αφιερώνοντας ολόκληρο το μεσαίο τμήμα του βιβλίου στον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή Αποστάτη. Εκεί η αφήγηση παραπαίει και δεν ανακάμπτει. Περιμέναμε ότι ο καλός συγγραφέας θα γνώριζε ότι είναι επικίνδυνο να ασχολείσαι με την Ιστορία και την προκατάληψη της δημιουργημένης πεποίθησης με την επιλεκτική χρήση διαφόρων στοιχείων και των αποκλεισμό άλλων που δεν ταιριάζουν με το θεωρητικό σχήμα. Επίσης, η Ιστορία είναι λιγότερο ομαλή από την αφηγηματική της εκδοχή, ενώ γενικώς είναι άθυρμα στους μηχανισμούς της αναγκαιότητας και στα σφάλματα επαγωγικού συλλογισμού.

Στο τρίτο και τελευταίο τμήμα του έργου, ο συγγραφέας επιστρέφει στην ασάφεια. Ίσως η μνήμη και οι εντυπώσεις του Νιλ να μην είναι αξιόπιστες. Ίσως καμία μνήμη να μην είναι αξιόπιστη διότι όπως αναφέρεται: «Η μνήμη είναι τελικά μια λειτουργία της φαντασίας». Όλη η υπόθεση, ως αποτέλεσμα, ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνεία και εικασίες. Περιμέναμε προς το τέλος του βιβλίου ότι αυτή η χαλάρωση της βεβαιότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τολμηρή ανατροπή. Ματαίως! Τελικά ο αναγνώστης αισθάνεται μάλλον αποστασιοποιημένος από την Ελίζαμπεθ Φιντς και το μυθιστόρημα αποστασιοποιημένο από το θέμα του.

Παρά τις γκρίνιες μου δεν μετάνιωσα, που διάβασα το παρόν. Άλλωστε ήταν (και σε έκταση) μικρούλι.