Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Τα σχόλια του Δημήτρη για τη Συνωμοσία Μπόρχες...


Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΜΠΟΡΧΕΣ

Αν έκρινα το βιβλίο από το εξώφυλλο, η κριτική θα ήταν διθυραμβική. Στο εξώφυλλο δεσπόζει η μακέτα του Άγγελου Πετράκη, τροποποίηση της διάσημης φωτό του Μπόρχες με την άσπρη γάτα, την πολυθρόνα, το μπαστούνι αλλά χωρίς τον ίδιο τον Μπόρχες. Ιδιοφυής η σύνθεση (ή μάλλον η αφαίρεση). Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω στο δίκτυο πληροφορίες ή στοιχεία για τον Πετράκη.
Η μετάφραση είναι του Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος επιμελήθηκε και τη μετάφραση στα Άπαντα Πεζά του Μπόρχες τόσο στην επιτομή των Ελληνικών Γραμμάτων όσο και το δίτομο έργο του Πατάκη. Αν και το πρωτότυπο δεν είναι ποτέ πιστό στη μετάφραση, η επάρκεια του Κυριακίδη στον Ισπανικό λόγο καθιστά και τη μετάφραση του παρόντος υπεράνω κριτικής. Επομένως για οποιαδήποτε γλωσσική δυσαρμονία θα φταίει το έργο και όχι η μετάφραση. Όταν το κλειδί είναι το σωστό, για οποιοδήποτε πρόβλημα φταίει η κλειδαριά, για να παραφράσουμε και τον Ρίτσαρντ Φάινμαν.
Στα θετικά σημεία λογίζονται οι πολύ χρήσιμες επεξηγήσεις στο τέλος του βιβλίου αλλά και οι υποσημειώσεις στο τέλος της σελίδας, οι οποίες είναι σχεδόν απαραίτητες για τον μη εξοικειωμένο στο έργο Μπόρχες. Επίσης, θα θεωρούσα μικροπρεπές εκ μέρους μου να σχολιάσω τον δαίμονα του τυπογραφείου. Προέχει η εντρύφηση περί έρωτος και άλλων δαιμονίων.
 Πολλές φορές οι υψηλές προσδοκίες δημιουργούν αντιστοίχως υψηλές απογοητεύσεις! Ενίοτε οι απογοητεύσεις είναι αναντίστοιχες της όποιας αξίας του κειμένου και οφείλονται ενδεχομένως στην προκατάληψη του κριτικού. Η προκατάληψη, τόσο αναγκαίο στοιχείο της κριτικής, διότι τι θα ήταν η κριτική χωρίς προκατάληψη;  Ένα μάτσο αμφιβολίες! Και ας έχουμε υπόψη ότι η απόλυτα αντικειμενική κριτική απαιτεί καθόλου επαφή με το κείμενο, ώστε να μείνει ο κριτικός πραγματικά ανεπηρέαστος. (Και εδώ θα ήθελα να θυμίσω τις κριτικές ανύπαρκτων βιβλίων του περίφημου Στάνισλαβ Λεμ). Αν και η πρόσληψη ενός λογοτεχνικού έργου ίσως είναι πολιτισμικά καθορισμένη ενέργεια, η δική μου «δημιουργική προκατάληψη» οφείλεται κατά ένα βαθμό στο θέμα της νουβέλας. Κάποιος νεαρός έχει το θράσος να πιάσει στο στόμα του (έστω στο πληκτρολόγιό του) το ιερό (και εμόν υπεραγαπητό) τέρας της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τον Μπόρχες, ευγενή εκ καταγωγής τε και εξ ανδραγαθίας. Και μόνο ο δυσώνυμος τίτλος (Η συνομωσία του Μπόρχες) όσο και αν η υπόθεση καταρρίπτεται στο τέλος, αφήνει τη σκιά της και δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις στους πολυπληθείς αναγνώστες μόνο των τίτλων των βιβλίων, όπως τα πρωτοσέλιδα φυλλάδων με τιράζ  διψήφιων φύλλων που παρουσιάζονται ως ισότιμα και ισάξια με σοβαρές εφημερίδες στις αντίστοιχες τηλεοπτικές εκπομπές.
Θα καταλάβατε μάλλον ότι αστειεύομαι: όσο και αν ένας θρύλος σαν τον Μπόρχες φθείρεται μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, καμιά φορά η βίωση της ομορφιάς έγκειται στην (έστω μη ηθελημένη) βεβήλωσή της.
Αναγνωρίζω τις αρετές της πλοκής, τις καλές ιδέες της ιστορίας, οι οποίες δίνουν τροφή για σκέψεις. Υπάρχουν εκτεταμένα τεχνάσματα και μερικά έξυπνα σχήματα μεταμοντέρνας υφής, αλλά συνυπάρχουν με την αποσπασματικότητα και τη συμβολική υπερβολή.
Το σχήμα του περιεχομένου μου θύμισε έστω και αμυδρά το Αν μια Νύχτα του Χειμώνα ένας Ταξιδιώτης… του Ίταλο Καλβίνο. Επίσης, υπάρχει αναφορά στο Κουτσό ή Παίζοντας Κουτσό ή Rayuela του Julio Cortàzar. Όπως συστήνεται στο Κουτσό, ίσως και στην παρούσα νουβέλα τα κεφάλαια δύνανται να διαβαστούν με τη σειρά εκτύπωσης ή με μια τυχαία ή σκόπιμα μπερδεμένη σειρά αναδρομικών αλμάτων.  
Είναι εμφανής ο σεβασμός και το δέος του συγγραφέα απέναντι στο ίνδαλμά του, τον μεγάλο Μπόρχες. Ίσως γι αυτό διακατέχεται από το άγχος της μίμησης, το οποίο διακρίνεται ευκρινώς στο κείμενο. Έχει περιπέσει στο προδιαγεγραμμένο σφάλμα της μετριότητας που μιμείται, αντί της ιδιοφυίας που αντιγράφει.  Θα ήταν μια θαρραλέα λύση αν αντέγραφε επακριβώς κάποια ή κάποιο από τα διηγήματα του Μπόρχες όπως έκανε ο Πιέρ Μενάρ, ο συγγραφεύς του Δον Κιχώτη, υπερβαίνοντας την πάγια σύγχυση μεταξύ ίδιου και ομοίου. Υπενθυμίζουμε ότι η ομοιότητα, κατά τον Foucault αποτελεί τη σχέση ενός αντιγράφου με ένα πρότυπο, μια σχέση εξάρτησης που απορρέει από μια μιμητική διαδικασία, ενώ η προσομοίωση έχει να κάνει με μια ισότιμη σχέση πραγμάτων που δεν τη χαρακτηρίζει το όμοιο, αλλά το ίδιο. Η ομοιότητα υπακούει στην αναπαράσταση, ενώ η προσομοίωση στην επανάληψη, που τη διατρέχει στην άπειρη διαδρομή της ταυτότητας.
Η πραγματικότητα, έννοια ουσιωδώς ασταθής, κατά τον Μπόρχες  αρέσκεται στις συμμετρίες και στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς. Αυτή η έκδηλη πραγματικότητα δεν είναι η κομψά ακαθόριστη και η χαριτωμένα ελλειπτική όπως στα διηγήματα του δασκάλου, αλλά, στο παρόν έργο θολώνει με χαώδη τρόπο ξεφεύγοντας από την αστιγματική πανοπτική ορατότητα του ασθμαίνοντος μαθητή – συγγραφέα.
Το στήσιμο της ιστορίας σε μια υπόθεση που είναι εκ προοιμίου ή αποδεικνύεται τελικά ψευδής, όπως η υπόθεση ότι ο Μπόρχες ήταν επινόηση των συντελεστών του  περιοδικού Sur, δεν είναι πρωτοφανής. Χρησιμοποιείται παιγνιωδώς στη λογοτεχνία και κατά κόρον, με χυδαίο τρόπο στην προπαγάνδα. Είναι η μέθοδος κατά την οποία αναζητούνται αληθινά στοιχεία, έτσι ερμηνευόμενα ώστε να επικυρωθούν ψευδείς ισχυρισμοί. Πρόκειται για μηχανισμό αναδρομικού ντετερμινισμού, μια αναδρομική στρέβλωση, ή πώς να αξιολογούμε τα πράγματα εκ των υστέρων. Έχουμε τη φυσική τάση να αναζητούμε μόνο στοιχεία επιβεβαίωσης. Αυτό στη στατιστική ονομάζεται μεροληψία επαλήθευσης. Και όσο και αν η συσσώρευση απόψεων και παραδειγμάτων είναι απλοϊκός εμπειρισμός, αν ψάξουμε με επιμέλεια, πάντα θα βρίσκουμε κάποιον να έχει προβεί σε μια ηχηρή διατύπωση που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας.
Π.χ, στην προκειμένη περίπτωση αναδιφώντας το παρελθόν βρίσκουμε τα εξής υποστηρικτικά της ψευδούς υπόθεσης για την ομάδα Sur:
Το πρώτο, μάλιστα, από τον ίδιο τον μεταφραστή του Μπόρχες, τον Αχιλλέα Κυριακίδη:
Θυμάμαι κάποτε μετέφραζα ένα βιβλίο του Μπόρχες. Σε ένα σημείο, περιέγραφε κάποιον που είχε χάσει όλα του τα λεφτά σε γυναίκες, τζόγο κ.λπ. και είχε τη φράση «δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν ούτε grox ούτε regolax». Έψαξα σε όλα τα λεξικά του κόσμου αλλά δεν τις βρήκα πουθενά τις λέξεις αυτές. Εκείνη την εποχή έτυχε να έρθει ο Μπόρχες στην Ελλάδα, τον πλησιάζω λοιπόν και τον ρωτάω τι σημαίνουν. Μου λέει «ποιος τις έχει γράψει;», λέω «εσείς». «Ωραία» μου κάνει, «θα σου απαντήσω αύριο». Την επομένη έδινε συνέντευξη Τύπου (είχε αναγορευθεί Επίτιμος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Ρεθύμνου), οπότε ξαφνικά διακόπτει τη συνέντευξη και φωνάζει «είναι εδώ ο μεταφραστής μου, που με ρώτησε χθες για κάτι λέξεις;». Με εντοπίζει λοιπόν και μου λέει: «Δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν. Κάντε ό,τι θέλετε».     
(Φυσικά, πώς να έχει ιδέα αφού δεν τις έγραψε ο ίδιος!)
Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την ερμηνεία που θα δώσουμε για τα υπονοούμενα και την σημασία τους στο ποίημα Είμαι, του ίδιου του Μπόρχες.


                                                         Είμαι
" Είμαι αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
 σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
 μέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση ή το σώμα (το ίδιο κάνει)
 του όμοιού του.
 Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, αυτός που ξέρει
 πως άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη.
                                         […]
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί. Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα.

Λέτε…; Δε χρειάζεται να απαντήσουμε, ήταν ερώτημα παγίδα!
*
Εννοείται ότι γενικώς δεν κατατρύχομαι από άγχος για την αφηγηματική και νοηματική συνοχή ούτε με ενδιαφέρει ένα νόημα ή κάποιο νόημα, αλλά στο παρόν ανάγνωσμα μου έλλειψε η αναγνωστική τέρψη. Το έργο δεν ικανοποίησε τον ορίζοντα των (υψηλών ομολογουμένως) προσδοκιών μου. Δεν ήταν το κείμενο που επιθυμεί τον αναγνώστη του, που θα κάνει την ανάγνωση «προσεκτική και παράφορη». Δεν ήταν το είδος της γραφής που ο Ρολάν Μπαρτ χαρακτήρισε στην Απόλαυση του Κειμένου, «κάμα σούτρα» ή «επιστήμη των ηδονών της λαλιάς». Φυσικά, οι αναγνωστικές απολαύσεις είναι (κατά την ψυχανάλυση) νεύρωση με την παραισθητική μορφή του κειμένου. Ο υστερικός παίρνει το κείμενο τοις μετρητοίς, πέφτει μέσα στο κείμενο αντί να προβάλλεται σ’ αυτό. Εδώ όμως, ο λόγος φαίνεται να σκοντάφτει και η  μουσική είναι τελικά χωρίς ρυθμό, τα όργανα ξεκούρδιστα.
Τα διηγήματα του Μπόρχες βρίθουν από απόψεις και αποσπάσματα από σημαντικές προσωπικότητες του πνεύματος και αυτό συνδέεται αρμονικότατα με το κείμενο, προξενώντας αβίαστο θαυμασμό για το εύρος των γνώσεων και της καλλιέργειας του δημιουργού. Αντίθετα, οι ασύνδετες ατάκες και η παράθεση αποσπασμάτων από τον Φιόρδα είναι μάλλον αποσπασματική, ενέχει θέση στείρας επίδειξης γνώσεων, φλερτάρει με τον φτηνό εντυπωσιασμό και την αλαζονική λογοτεχνική αυτοαναφορικότητα.

Δεν πιστεύω να θεωρηθεί προκατάληψη προς τον συγγραφέα (αντί για λεπτολογία) το γεγονός που με κάνει να ψάχνω αγωνιωδώς το κείμενο για ψόγους. Ευτυχώς αυτό δεν είναι δύσκολο, ούτε κοπιαστικό, ενώ είναι καθόλα ευχάριστο και καθόλου χαιρέκακο.
Π.χ:
Στη σελίδα 10 αναφέρεται: «…κάποιος στο μπαρ», ενώ μετά χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις μετατρέπεται «ο γέρος από το μπαρ».
Στην ίδια σελίδα, βρίσκω αχρείαστη και δυσάρεστη την απόπειρα του συγγραφέα να παρασύρει συναισθητικά τον αναγνώστη με την αναφορά στις μυρωδιές της τουαλέτας στο μπαρ. Αυτό μου θυμίζει την αξεπέραστη εικόνα – τραύμα, της πιο βρώμικης τουαλέτας της Σκωτίας στο Trainspotting του Ντάνυ Μπόιλ.
Αντιπάθησα εκ προοιμίου τον αφηγητή και ήρωα της αφήγησης εξαιτίας της συμπεριφοράς του στην αδερφή του και έπειτα στη μαθήτρια Ελένα κατά τη γνωριμία τους, αν και εκ των υστέρων μαθαίνουμε ότι ο ήρωας δεν ήταν υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του.
Σελ: 24 – Η Ελένα περιγράφεται ως: «νεαρή με στρογγυλό πρόσωπο και σκούρα καστανά μαλλιά, δεμένα κότσο», ενώ στη σελ. 54: – Η Ελένα διαθέτει: «πανέμορφες γάμπες». Ποιος ετεροφυλόφιλος θα πρόσεχε πρώτα το στρογγυλό πρόσωπο και μετά τα πόδια μιας γυναίκας;
Στη σελ. 92 (και αυτό δεν είναι αρνητική αναφορά) γίνεται λόγος για την περίφημη «βιβλιοθήκη της Βαβέλ» του 1944, ένα από τα πιο οραματικά και επιδραστικά έργα του Μπόρχες.  Η ιδέα της συμπαντικής βιβλιοθήκης, βασίζεται στο έργο του Kurd Lasswitz, του πατέρα της γερμανικής επιστημονικής φαντασίας και πνευματικού πατέρα του Βέρνερ Φον Μπράουν, Η Παγκόσμια Βιβλιοθήκη (μια ιστορία από το Traumkristalle) και εκδόθηκε το 1904. Το ίδιο έργο φιλοξενήθηκε και στις σελίδες του Sur.
Σελ. 132: «Εκείνη τον χάιδεψε με υπομονή και γνώση». (Κρατώ την φράση για να τη χρησιμοποιήσω στο μέλλον καταλλήλως).
Στη σελ. 127: «Η Ερμίνα έγδαρε τα πουλιά, τα ξεπουπούλιασε και…». Αυτό είναι λάθος, τα πουλιά δεν γδέρνονται και αν παρ’ ελπίδα αυτό γίνεται, προηγείται το ξεπουπούλιασμα και μετά το γδάρσιμο. Επ’ αυτού, ένας ειδικός στην ψυχανάλυση θα μπορούσε να διακρίνει αρχέτυπα,  εγώ όμως δεν κατόρθωσα να αποκρυπτογραφήσω κάποιο συμβολισμό στην επαναλαμβανόμενη γκροτέσκα εικόνα της ματωμένης ματσέτας και τις δύο σφαγμένες πέρδικες. Πάντως με όρους ψυχανάλυσης, γενικά στο κείμενο, έχουμε την απόλυτη «μεταβίβαση». Στη μεταβίβαση, κατά Freud και Lacan, ο αναλυόμενος αναθέτει στον αναλυτή του, ρόλο του εξουσιαστικού συμβόλου από το παρελθόν. Εδώ, το υποκείμενο (ο λογοτεχνικός ήρωας)  είναι υποχείριο και κατασκεύασμα, του υπερκείμενου αναλυτή – δημιουργού, μέσω της γραφής, η οποία κατά τον Μπόρχες νοείται ως κατευθυνόμενο όνειρο.  
*
Ας μην υπερβάλουμε μιλώντας για αντιπάθεια από την πρώτη ματιά, κοιτάζοντας, όμως, τη φωτογραφία του συγγραφέα στο εσώφυλλο, θεωρώ ότι ακόμη και ο Κώστας Μήτρογλου σε bad hair day είναι καλύτερος. Τέλος πάντων, τόσο το νεαρό της ηλικίας του Φιόρδα όσο και το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη του εκδοτική προσπάθεια, δικαιολογεί πολλά. Επίσης, επειδή προφανώς πρόκειται για έναν αθεράπευτο θαυμαστή του Μπόρχες, τον συγχωρούμε ως έναν βαθμό και μας άρεσαν, μάλιστα, κάποιοι σαφείς υπαινιγμοί πάνω στα όρια της αφήγησης όσο και η προσπάθεια ρήξης με τυποποιημένους τρόπους σκέψης και εμπειρίας. Περιμένουμε το επόμενο έργο του. Θα σε παρακολουθούμε, νεαρέ. You better watch out…!   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στείλτε το μήνυμά σας...

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.