Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Η ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ του Ουελμπέκ από τον Δημήτρη Σπυρίδωνος


ΜΙΣΕΛ ΟΥΕΛΜΠΕΚ -  ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ

Ο εκπρόσωπος του σύγχρονου γαλλικού ερωτισμού, το τρομερό παιδί της γαλλικής κυβερνοπάνκ διανόησης, ξαναχτυπά. Παραμένει κυνικός και σκανδαλώδης, όπως πάντα, κάθε φορά όμως το χτύπημα βαίνει μειούμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σφοδρότητα του χτυπήματος μετριάζεται με χημικές – φαρμακευτικές μεθόδους (βλέπε τον ομώνυμο του τίτλου μαγικό νευροδιαβιβαστή).
Δεν είναι ξεκάθαρο στη λογοτεχνία αν ο ήρωας είναι το άλτερ έγκο του συγγραφέα (ή και αντιστρόφως) και αν ο ήρωας ξαναζεί τη ζωή του συγγραφέα ή μέσω του ήρωα ο συγγραφέας ζει τη ζωή που δεν έζησε.
Έχω τη (δι)αίσθηση ότι στο παρόν κείμενο ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής ταυτίζεται ψυχικά και νοητικά με τον Ουελμπέκ. Διαβάζοντας το κείμενο φανταζόμουν τον αφηγητή σαν κάποιον με την ψυχοσύνθεση, τη συμπεριφορά αλλά και τα φυσικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Ο ίδιος  ο ήρωας αυτοπεριγράφεται διακρίνοντας στον καθρέφτη τη φάτσα κατεστραμμένου παιδόφιλου. Αν έχετε δει φωτογραφία του Ουελμπέκ θα συμφωνήσετε με την ομοιότητα. Ενταγμένος ενίοτε και στο σύμπαν της αυτομυθοπλασίας όπως εξηγεί και ο ίδιος ο Φλοριάν: «…προσπαθούσα να δημιουργήσω ένα είδος εναλλακτικής πραγματικότητας, να επιστρέψω στη στιγμή μιας χρονικής διακλάδωσης, ν' αποκτήσω τρόπον τινά μερικές ζωές ακόμα…». Το είδος, λοιπόν, της παρελθοντικής αφήγησης για τα περασμένα μεγαλεία με κάνει να υποθέσω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας επιδιώκει υποκατάσταση της απραγματοποίητης και απωθημένης επιθυμίας από τη, δια της λογοτεχνικής χάριτος, φαντασιακά βιωμένη εμπειρία.
Δηλώνω εξ αρχής ότι όποιες κρίσεις και όποια σχόλια εκφέρω, οφείλονται όχι στο κριτικό μου καθήκον, αλλά αποκλειστικά στα αισθήματα ενσυναίσθησης και από διάθεση αλληλεγγύης προς τον αναξιοπαθόντα ήρωα – συγγραφέα.   
Ο ήρωας είναι και ο αφηγητής. Αρχικά μόνο αναφέρεται το φαιδρό –κατά τον ίδιο– όνομά του και σε κάποια στιγμή θεωρεί εαυτόν μέλος της γενιάς Μαντ Μαξ. Θεωρητικά, αυτός έχει όλα τα εχέγγυα για ευτυχία – γαλήνιο βίο. Με εξασφαλισμένα τα υλικά του αγαθά, χωρίς βιοποριστική ανάγκη εργασίας, απερίσπαστος θα μπορούσε πλέον να απολαύσει το μέγιστο αγαθό: την ελευθερία. Αλλά ελευθερία για ποιο πράγμα; Άπαξ και τεθεί αυτό το ερώτημα και τίθεται αυτοστιγμή, ο άρχοντας της σχόλης στρέφεται ως δια μαύρης μαγείας σε αβοήθητο απελπισμένο. Όσο εργαζόταν, απασχολούνταν στις μετακινήσεις και στην καθημερινή τριβή. Τότε ο εαυτός του δεν του ήταν βάρος, αντίθετα τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το μέγιστο ζήτημα: είναι φάτσα με το εγώ του, κατέχοντας μόνο την αυτοεκτίμηση των αμοιβάδων. Ο Πασκάλ (τον οποίο φαίνεται να εκτιμάει και ο συγγραφέας) λέει για την ιδιάζουσα κατάσταση:  «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανυπόφορο για τον άνθρωπο από την πλήρη σχόλη, χωρίς πάθη, χωρίς μέριμνα, χωρίς διασκέδαση, χωρίς δουλειά. Τότε νιώθει τη μηδαμινότητά του, την εγκατάλειψή του, την ανεπάρκειά του, την εξάρτησή του, την αδυναμία του, το κενό του. Παρευθύς θα ξεπηδήσει από τα βάθη της ψυχής του η ανία, η δολερότητα, η θλίψη, η λύπη, το πείσμα, η απελπισία». Γράφει και ο ίδιος: «…ήταν απλώς που ήμουν μόνος, κυριολεκτικά μόνος, και δεν αντλούσα καμία ευχαρίστηση από τη μοναξιά μου, ούτε απ' την ελεύθερη λειτουργία του πνεύματός μου, είχα ανάγκη από αγάπη, και δη αγάπη με πολύ συγκεκριμένη μορφή…».  Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε εδώ στην απεικόνιση της μορφής.
Εκ πρώτης όψεως ο Φλοριάν (μάλλον έχει δίκιο ο αφηγητής για την ακουστική ποιότητα του ονόματος), ξεμένει από θυμική ενέργεια και βιώνει «μια θλίψη οριστική», μια κατάσταση της πολυφορεμένης κατάθλιψης που υποτίθεται πυροδοτείται από τον ματαιωμένο έρωτά του με την Καμίγ και την ανούσια ερωτική σχέση που βιώνει με την γιαπωνέζα Γιούζου. Μια κατάσταση σχεδόν «φυσιολογικής» κατάθλιψης, αν δεχτούμε την άποψη του Λακάν για την Αδύνατη Απόλαυση ή την αδυναμία κάθε έμφυλου υποκειμένου να έχει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις επιθυμίες και τα κίνητρά του.
Είναι μάλλον απίθανο αυτή την κατάσταση συναισθηματικής δυσλεξίας να την προκαλεί είτε η διαβρωτική νοσταλγία του έρωτα με την Καμίγ είτε απλώς η ανία της σχόλης. Χωρίς να είναι κανείς ειδήμων, χρησιμοποιώντας χονδροειδώς τις βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης, δε δυσκολεύεται να διακρίνει ένα πληγωμένο ογκώδες οιδιπόδειο σύμπλεγμα, με στελθ περίβλημα ώστε να καθίσταται αόρατο στα περιορισμένης εμβέλειας ραντάρ του μυθιστορηματικού ήρωα. Η διπλή αυτοκτονία των γονιών του, αν  και δεν υπάρχει εκτεταμένη ανάπτυξη στο κείμενο, είναι αυτή που διαμορφώνει ουσιαστικά τη μετέπειτα ζωή του. Η ορθόδοξη πλευρά του οιδιπόδειου έγκειται στη δολοφονία του πατέρα από τον γιο και την κατάκτηση της μητέρας. Εδώ ο πατέρας αφαιρεί από τον γιο τη δυνατότητα να τον δολοφονήσει και το χειρότερο, δολοφονεί και τη μητέρα. Αναφέρεται στο κείμενο με πικρία ότι η μητέρα του έφυγε σε ηλικία 59 ετών και υγιέστατη. Αυτό το μη θεραπευθέν και δυσίατο τραύμα είναι το έναυσμα που κατακρημνίζει τον ήρωα στα μαύρα ορμητικά νερά της νεύρωσης και της κατάθλιψης, και όχι ο ματαιωμένος έρωτας της Καμίγ, όχι οι επιδόσεις της Γιούζου.
Επί τη ευκαιρία, θεωρούμε ότι η Γιούζου αδικείται. Είναι δυνατόν ένα πλάσμα που εκπροσωπεί, λόγω καταγωγής, τα ερωτικά πρότυπα των παιδικών μας φαντασιώσεων στα γιαπωνέζικα κόμικς manga, να χαρακτηρίζεται ως αράχνη επιθετική και δηλητηριώδης, ακόμη και αν είναι κάπως έτσι; Αυτή, μια αλαβάστρινη – πορσελάνινη γιαπωνέζα, μια εξωτική Σέιλορ Μουν, μια λυγερή ηρωίδα μάνγκα, κατά την ιαπωνική εικονογραφική παράδοση με ορθάνοιχτα μάτια (και όχι μόνο). Πάντως, οι κυνοφιλικές επιδόσεις, της Γιούζου σοκάρουν έναν γατόφιλο, όπως εμένα.
Εδώ, επίσης, είναι ευκαιρία να ασχοληθούμε και με μια ιδιαίτερη περιγραφή του συγγραφέα στο, κατά μία έννοια, τιμαλφέστερο των κειμηλίων της Γιούζου. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή σχηματίσαμε ακριβή εικόνα και έτσι δε θα δυσκολευτούμε να κατατάξουμε αυτό στην κατηγορία «τάκο». Υποθέτουμε ότι ο ενδελεχής αναγνώστης και κάτοχος στοιχειωδών γνώσεων ιστορίας της τέχνης, έχει υπόψη την μορφοπλαστική κατηγοριοποίηση των περί ων ο λόγος, σε τρία είδη: Τάκο, Ροδάκινο και Κεράσι. Επαινούμε τη λεπτομερέστατη περιγραφή του συγγραφέα, η οποία δίκην χειροπιαστών αποδείξεων μας οδηγεί στη βεβαιότητα της παραπάνω κατάταξής μας.
Μετά την επίκαιρη παρέκβαση επανερχόμαστε στην ψυχοπαθολογία του αφηγητή. Είναι προφανές ότι δεν εμπίπτει αποκλειστικά στον ψυχίατρο και τη συνθετική σεροτονίνη, αλλά θα μπορούσε να δοκιμάσει τις αμφίβολες πλην ζεστές αγκάλες της ψυχανάλυσης.  Εναλλακτικά, έπρεπε να αναζητήσει τη θεραπεία του σε «ελαφρούς έρωτες με  ανθισμένα κορίτσια». Άλλοτε γίνεται και ο ίδιος πιο ευθύς σε θέματα θεραπείας,  στοχεύοντας τον συγγραφικό του κάλαμο προς κάποιο συγκεκριμένο σημείο της γυναικείας ανατομίας, ενέργεια που δεν απέχει δραματικά από την κεντρική ιδέα του παρόντος μυθιστορήματος. Όμως δεν κατέστη δυνατή και η χρήση της «καστανόξανθης της Ελ Αλκιόν» ως θεραπευτικής μεθόδου, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησης του μυθιστορηματικού αφηγητή, και έτσι το διαζευκτικό ερώτημα Πλάτων ή Prozac δεν τέθηκε καν.
Ο ίδιος δείχνει σχετική εμπιστοσύνη στην υλική ψυχιατρική και προφανώς απορρίπτει τα εργαλεία της ψυχανάλυσης. Στο κείμενο αναφέρεται ο «Αυστριακός σαλτιμπάγκος», υπονοώντας σαφώς τον Φρόιντ. Η προτίμηση ίσως να γεννάται, διότι ο ψυχίατρος συνταγογραφεί, ενώ η ψυχανάλυση ενδεχομένως να είναι εξομολόγηση χωρίς άφεση αμαρτιών.
Όπως και να το κάνουμε, στη συγκεκριμένη περίπτωση μια συνθετική ορμόνη είναι απλώς μια ανεπαρκής, αν όχι λάθος, αγωγή για έναν πραγματικό ή κατά φαντασίαν πάσχοντα. Οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης βοηθούν στην αποκατάσταση της νευροχημικής λειτουργίας μετριάζοντας ή εξαφανίζοντας μόνο τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Έχουμε εξασφάλιση λειτουργικότητας και όχι θεραπεία, ενώ διαταράσσεται εν γένει η ισορροπία άλλων ορμονών.
Ο καταναλωτικός – καταναλώσιμος Φλοριάν, κα­τεξοχήν ξένος σε ξενο-δοχείο, αυτοκαταστροφικός, εμμονικός, αρειμάνιος καπνιστής δεν καταναλώνει απλώς το υπεράριθμο ποτήρι, αλλά το υπεράριθμο μπουκάλι. Παρά ταύτα συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν δίψες που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μα­ράνεις το είναι σου: το ν' αγαπάς και να θαυ­μάζεις. Και όπως θα έλεγαν και οι αρχαίοι ημών… καίπερ ες τα αφροδίσια δαιμονίως εσπουδακώς, τώρα, με σκισμένα γαλόνια, στη στρατιά των ηττημένων, υπομένει τη θλίψη των παρελθοντικά κατευνασμένων πόθων. Έτσι μένει ξεκρέμαστος ανάμεσα σε ένα παρελθόν, που φοβάται μην το αναστατώσει, και σε ένα παρόν που τον αναστατώνει, γιατί το φοβάται. Πάντως ο ίδιος αναφέρει ότι προστρέχει στο παρελθόν, επειδή θέλει να ονειρευτεί και όχι να θρηνήσει.
Είναι απόλυτα ενταγμένος σε ένα σύμπαν γαλλοκεντρικής (και Παριζιάνικης) αυτοαναφορικότητας. Γαλλικά τοπωνύμια, γαλλικά φαγητά, ποτά, κρασιά, γλυκίσματα, γαλλικά λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς. Το θεωρεί φυσικό, απολύτως αποδεκτό και αυτονόητο. Το λέει ξεκάθαρα και στη σελίδα 171: «Γάλλος εγώ όσο δεν πάει…». Που και που, βεβαίως, ο σκληρός γαλλοκεντρισμός εντείνεται με την απαξίωση π.χ. στις Μολδαβές, απαλύνεται, όμως, με λελογισμένες δόσεις εξωτισμού: γιαπωνέζες, βιετναμέζες, βρετανίδες από τη Τζαμάικα, παρ’ ολίγον Ταϊλανδέζες (και μια εξωγήινη Κλίνγκον δε θα μας χαλούσε…).   
Ενίοτε, γίνεται φανερό ότι η κρυφή γοητεία και οι διαβρωτικές επιδράσεις της μπουρζουαζίας έχουν εισχωρήσει μέχρι τα μύχια της ψυχής του ήρωα – συγγραφέα. Αναφέρει για τους γονείς του: «…και οι δικοί μου γονείς το ίδιο θα ήταν, μ' ένα στιλ λιγάκι πιο μπουρζουάδικο. Γράφει για το ξενοδοχείο που πέρασε την πρώτη νύχτα του με την Καμίγ: «…οι εικόνες εκείνης της γελοίας διακόσμησης θα με στοιχειώνουν μέχρι τέλους, δεν θα σταματήσει αυτό, αντιθέτως θα χειροτερεύει συνεχώς, οι σουβλιές θα γίνονται ολοένα πιο επώδυνες, μέχρι να με λυτρώσει ο θάνατος». Πόσο θα τον συμπονούν οι άστεγοι του Παρισιού! Ο αναξιοπαθών θα ήταν ιδανική περίπτωση για αισθητική αναμόρφωση στη Σιβηρία, αν σε ένα πιο δίκαιο σύμπαν ζούσε στη Σοβιετική Ρωσία του συντρόφου Στάλιν!
Ο πρωταγωνιστής γενικά  δίνει «ιερατικό χαρακτήρα» στο σεξ, ενώ διακατέχεται από μια διαρκή εμμονή (όχι ακατανόητη) στον στοματικό έρωτα. Αναφέρεται μάλιστα: «…ω ναι, η Δύση παλινδρομεί στο στοματικό στάδιο». (Άσχετο νοηματικά αλλά μου άρεσε η λεκτική σύνδεση -oral conjunction-. Κι εδώ, έναντι της μεταφραστικής ακρίβειας, προτιμήθηκε η συμβολική μεταγωγή του όρου). Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στο παρόν έργο η ενόρμηση αυτή περιλαμβάνει αποκλειστικά στοματικό έρωτα επ΄ ωφελεία του αρσενικού. Το κείμενο γενικώς δεν εμφορείται από τις ιδέες του γυναικείου κινήματος, αλλά αν είχαν φωνή και οι αναμνήσεις της Γιούζου, της Καμίγ, της Κλαιρ, της μαυρούλας με τις ανατομικές εξάρσεις, ενδεχομένως να υπήρχε και κάτι επ’ ωφελεία του θηλυκού ή έστω κάτι στα πλαίσια της (συγχρονικής) αμοιβαιότητας.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, το κείμενο δε βρίθει από αναφορές υποστήριξης του γυναικείου κινήματος και της ισότητας, αντίθετα  υπάρχουν σημεία - ενδείξεις χαριτωμένου σεξισμού πλαισιωμένου από γνήσιο χιούμορ που απενοχοποιεί τις δηλώσεις, οι οποίες –κατά μία έννοια– εντάσσονται (υποσυνείδητα φυσικά) στη Λακανική Συμβολική Τάξη.
Στο κείμενο υπάρχει πλήθος από αμφίβολης αξιοπιστίας γενικεύσεις, τύπου Greek Statistics, παρά ταύτα χαρακτηρίζονται γοητευτικές και απόλυτα ενταγμένες στο ύφος του κειμένου, Είναι συμπεράσματα κάποιου που υποτίθεται ότι έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, αλλά παραμένει γκουρμέ. Χαριτωμένα επίμετρα με τη σιγουριά του ειδήμονος και που αξίζουν να διαβαστούν και αυτοτελώς, όπως:
«Υποκύψαμε σε ψευδαισθήσεις ατομικής ελευθερίας, ζωής με ανοιχτούς ορίζοντες, με απεριόριστες δυνατότητες».
 «…ένας πολιτισμός πεθαίνει απλώς από κόπωση, επειδή μπούχτισε με τον εαυτό του».
«…η γενιά μου ήταν ολότελα ανίκανη να καταστρέψει, πόσο μάλλον να οικοδομήσει οτιδήποτε…». (σελ 175)
 «…όταν έχεις μπροστά σου έναν καταδικασμένο δεν ξέρεις ποτέ πώς να φερθείς, τέλος πάντων οι άνδρες δεν ξέρουν ποτέ, οι γυναίκες ξέρουν μερικές φορές, σπάνια».  (σελ 297)
Αντίθετα με τις γενικεύσεις και τις έμμεσες πολιτικές αναφορές, η σοσιαλδημοκρατία χλευάζεται ευθέως, όχι όμως χωρίς (έστω δυσδιάκριτη) πικρία για την κατάντια της. Η σοσιαλδημοκρατία, η οποία βασίζει την επιβίωσή της σε μια «ευτυχή πλάνη», υστερεί έναντι των ποικιλιών από χούμους, ενώ δεν έχει παρά να προτείνει μόνο μια «διαιώνιση της έλλειψης» και ένα «κάλεσμα στη λήθη».
Το βιβλίο έχει μορφή συρραφής γεγονότων, ενδεχομένως και άσχετων μεταξύ τους, όπως το παιδοφιλικό επεισόδιο και προς το τέλος τις απόψεις του συγγραφέα για κλασικούς συγγραφείς. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι καθόλου δυσάρεστο και η μορφή μάλλον εντάσσεται στο παγιωμένο ιδίωμα του συγγραφέα. Είμαι σίγουρος πάντως, πως ένας Ουελμπέκ των πρώιμων συγγραφικών του χρόνων δε θα βιαζόταν από τεμπελιά να τελειώσει το βιβλίο και θα πρόσθετε και άλλα 3 κεφάλαια, ένα για κάθε συνοδό που του πρότεινε ο θεράπων ιατρός.  Υποθέτω ότι θα ήταν τουλάχιστον πιο πικάντικα από τα εγκώμια προς τον (έτσι κι αλλιώς αγαπημένο) σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ.
Ενδιαφέροντα και τα σχόλια για έτερα ιερά τέρατα της λογοτεχνίας: «Μια μιγάδα θα ’χε κάνει τον Τόμας Μαν να του τρέχουν τα σάλια· η Ριάνα θα ’χε κάνει τον Μαρσέλ Προυστ να κυλιέται σα σκυλάκι». Θα ακουστεί παράξενη η σύμπτωση, κι εγώ σχεδόν κάθε φορά που ακούω ή καλύτερα όταν βλέπω τη Ριάνα, έρχονται στο νου μου συνειρμικά και ανέλπιστα οι διαχρονικοί στίχοι των Stooges: I wanna be your dog, ερμηνευμένοι από τη φυσικά παραμορφωμένη φωνή του Iggy Pop.
Είμαι σίγουρος ότι ο Φλοριάν, θα μπορούσε αν ήθελε να επανασυνδεθεί με την Καμίγ. Δεν το έκανε ίσως από συμπλεγματικό εγωισμό, αλλά το πιθανότερο είναι να φταίει η σεροτονίνη γι’ αυτό. Ίσως υπό την επήρειά της να διαπίστωσε …πως ήταν δίχως νόημα όλα/ δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία/ Τι ανόητοι θρύλοι/ Κύκνοι και Τρώες κι έρωτες κι ανδραγαθίες.*
Ίσως και όλο το project του ματαιωμένου έρωτα με την Καμίγ να είναι πια μια αυθυποβολή. Η γενική ιδέα της αγάπης είναι που έχει σημασία. Και αυτός, ο άλλοτε τζίτζικας του έρωτα, εκλιπαρεί ενδόμυχα και συλλέγει ως μέρμηγκας λίγα ψίχουλα αγάπης που του προσφέρει η ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου. Κι ενώ μια Μολδαβή θα ήταν επαρκής λύση για τον Αιμερίκ, για το ίδιο ούτε καν περνάει από το αστικό – μπουρζουά εγωιστικό μυαλό του μια παρόμοια σωτήρια λύση.
Τέλος πάντων, η πτώση μοιάζει πιο φανταχτερή από τον ξεπεσμό. 4,5 sec πτώση υπό την επιτάχυνση της βαρύτητας φαντάζει πιο ηρωική (σίγουρα πιο δραματική) από το να ξεπέσει με μια Μολδαβή. (Τουλάχιστον θα γλιτώσει η δυνητική Μολδαβή από τον ξεπεσμό).
Λυπάμαι για τα σχόλιά του και την ιδέα που έχει για τους Έλληνες ο ανοικτίρμων, δήθεν αβροδίαιτος Γάλλος και θα ήθελα να επισημάνω ότι για έναν πραγματικό δειπνοσοφιστή, η φέτα μπαγιάτικου ψωμιού με λίγες σταγόνες ελαιόλαδου έχει ενίοτε μεγαλύτερη αξία από το φρέσκο γαλλικό επεξεργασμένο ψωμάκι μετά χοιρινού λίπους.   
Πέρα από τις δίκην γκρίνιας επισημάνσεις μου, οφείλω να ομολογήσω ότι το κείμενο δεν κάνει αξιομνημόνευτη κοιλιά, διαθέτει αρετές και διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αυτός ο έξυπνος αλλά όχι ξύπνιος νεαρός πορνόγερος, χωρίς την τρυφεράδα του Μπουκόφσκυ, δίχως το αρτίστικο πικάντικο μπρίο του Μίλο Μανάρα, χωρίς το βάθος του δικού μας Εμπειρίκου, αλλά με κάτι από τον πικρό σαρκασμό και την αμεσότητα του ομοεθνή του Reiser, μου αρέσει. Με εντυπωσίασε το υποδόριο χιούμορ και ο σαρκασμός, τα πολυσήμαντα μισόλογα, το κλίμα αξιοπρεπούς και ήρεμης απελπισίας, η νηφάλια αφήγηση και η απουσία εξάρσεων. Λες και τα δραματικά γεγονότα τα βιώνουμε σαν σε αναπαραγωγή σε σιωπηλή οθόνη. Η τελική κρίση μου για το βιβλίο; Χάρηκα πολύ που το διάβασα, η αναγνωστική ευχαρίστηση παρέμενε υψηλή και το συνιστώ στο (πολυπληθές) κοινό μου. Θα κλείσω με μια από τις μνημειώδεις φράσεις του συγγραφέα, την οποία υιοθετώ (λόγω παρόμοιας ηλικίας) και στα πλαίσια της διακειμενικότητας:
«Συγγνώμη για την ενόχληση»!


* Ρίτσος, (Ελένη) -1972.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στείλτε το μήνυμά σας...

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.